Ο κορονοϊός ήρθε και άλλαξε άρδην τις ζωές όλων των ανθρώπων, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Κληθήκαμε, στα ξαφνικά, να θέσουμε την υγεία και την προστασία αυτής ως προτεραιότητα και βάλαμε για ένα διάστημα τη ζωή μας… στο ψυγείο! Τα αλλεπάλληλα lockdowns εξάλλου, τα περιοριστικά μέτρα, ο φόβος, οι μακάβριες εξελίξεις κ.ο.κ. δε μας άφησαν και πολλές επιλογές. Τώρα πια, που σε πολλές χώρες ο αριθμός των εμβολιασμένων ολοένα και αυξάνεται, η επιστροφή στην κανονικότητα, σε μεγάλο βαθμό έστω, αποτελεί ένα πραγματικό γεγονός. Ωστόσο, η επιστροφή στην προ-πανδημική ζωή δεν είναι το ίδιο εύκολη για όλους.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η αιτία είναι ότι μετά το διάστημα περιορισμών, διαδοχικών lockdowns, αμφιβολίας και μέτρων προστασίας, εγκαθιδρύθηκε ο φόβος να νοσήσει κανείς από κορονοϊό, ακόμα και να πεθάνει. Αρκετοί λοιπόν είναι εκείνοι που έχουν αναπτύξει ένα ψυχολογικό σύνδρομο, γνωστό και ως «σύνδρομο του σπηλαίου», το οποίο δυσκολεύει την επιστροφή τους στην κανονικότητα.
Όπως αναφέρει σχετικό δημοσίευμα του αμερικανικού επιστημονικού περιοδικού «Scientific American», ακόμη και όταν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ έδωσαν το πράσινο φως στους πλήρως εμβολιασμένους και με τις δύο δόσεις να επανέλθουν στις προπανδημικές συνήθειες τους, όπως οι συναθροίσεις σε κλειστό χώρο χωρίς μάσκα, δεν έσπευσαν όλοι να χαρούν τη νέα ελευθερία τους. Και αυτό γιατί ουκ ολίγοι είναι εκείνοι που συνεχίζουν να φοβούνται πως θα μολυνθούν, αποφεύγοντας να πάνε σε εστιατόρια και καφέ, να δουν γνωστούς και φίλους πέρα από το στενό κύκλο τους ή να ταξιδέψουν.
Μάλιστα, η καθηγήτρια ψυχιατρικής Ζακλίν Γκολάν του αμερικανικού Πανεπιστημίου Northwestern εκτιμά πως για μερικούς ανθρώπους η «ανάδυση» ξανά στο φως μετά από το σημαντικό, χρονικά, διάστημα εγκλεισμού και περιορισμών, είναι μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας δε, «η πανδημία δημιούργησε πολύ φόβο και άγχος λόγω του κινδύνου της αρρώστιας και του θανάτου. Ακόμη κι αν κάποιος έχει εμβολιασθεί, μπορεί να δυσκολεύεται να ξεπεράσει αυτό το φόβο, επειδή υπερεκτιμά τον κίνδυνο και την πιθανότητα να αρρωστήσει».
Παράλληλα, ο υπερβολικός φόβος προς τον ιό σε συνδυασμό με τη δύναμη της συνήθειας έκανε πολλούς να μην επιθυμούν να εγκαταλείψουν τα οφέλη του «σπηλαίου», δηλαδή της κοινωνικής απομόνωσης και μοναξιάς. Κάτι το οποίο, να σημειωθεί πως, επηρεάζει ιδιαίτερα τους εσωστρεφείς ανθρώπους αλλά και τους αγοραφοβικούς. Βέβαια, υπάρχει και η κατηγορία των ατόμων, όπως για παράδειγμα οι φοιτητές και κάποιοι εργαζόμενοι, που έχουν απλώς βολευθεί με την τηλεκπαίδευση και την τηλεργασία αντίστοιχα. Δικαιολογημένα από τη μία, καθώς αυτό τους γλιτώνει χρόνο και χρήμα, ενώ παράλληλα τους προσφέρει και ελευθερία κινήσεων.
Συνεπώς, πλέον βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή, αυτή της μετά-πανδημικής και μετά-εμβολιαστικής περιόδου, όπου η κοινωνική ζωή μπορεί να χαρακτηρισθεί από δύο αντίθετες τάσεις. Ειδικότερα, πρόκειται για δύο αντικρουόμενα ψυχολογικά «στρατόπεδα». Από τη μία έχουμε όσους λένε «ναι» στην επιστροφή στην προ-πανδημίας ζωή ανυπομονώντας να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν. Ενώ από την άλλη, έχουμε εκείνους που λένε «όχι», πεισματικά, έχοντας βρει νέες χαρές στο σπίτι τους, μακριά από τη φασαρία του κόσμου, επιλέγοντας να περάσουν τον χρόνο τους με πρόσωπα ή ασχολίες που εκτίμησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού.
Ο καθηγητής ψυχολογίας Σέλντον Σόλομον του Κολλεγίου Σκίντμορ εκτιμά πως κρίσεις σαν τη πανδημία της νόσου Covid-19 «προκαλούν μια υπαρξιακή αβεβαιότητα που δίνει στους ανθρώπους την ευκαιρία, καθώς και την ψυχολογική ώθηση, να κάνουν ένα βήμα πίσω και να επανεξετάσουν τις προτεραιότητες τους». Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι θα περνούν πλέον περισσότερο χρόνο μόνοι τους ή με την οικογένεια τους. Από την άλλη, άλλοι άνθρωποι μπορεί να το ρίξουν στην ξέφρενη ζωή, σε ανθυγιεινό, ωστόσο, βαθμό».
Συνοψίζοντας λοιπόν, η επιστροφή στη κανονικότητα και η «επανασύνδεση» με τους γύρω μας αναμένεται για κάποιους μπορεί να είναι πιο εύκολη, ενώ για κάποιους άλλους πιο δύσκολη. Ωστόσο είναι ιδιάζουσας σημασίας να μην αφήσουμε τις νέες συνθήκες να μας καταβάλλουν και να μην ξεχνάμε πως η ανάβαση από το «σπήλαιο» είναι ένας δύσβατος δρόμος μεν, που οδηγεί στο φως δε.