Είτε πρόκειται για ένα πονεμένο χέρι είτε για το φόβο των ενέσεων, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται ένα παιδί όταν παρουσιάζει πόνο μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται και διαχειρίζεται τον πόνο αργότερα στη ζωή του.
Σε μια νέα μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας, οι ερευνητές λένε ότι οι γονείς και οι γιατροί θα πρέπει να προσέχουν τον τρόπο με τον οποίο μιλούν και αντιμετωπίζουν τα παιδιά που βιώνουν πόνο – ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλος ή μικρός είναι ο τραυματισμός – γνωρίζοντας ότι αυτές οι θεμελιώδεις εμπειρίες μπορούν να μεταφερθούν στην ενήλικη ζωή.
Αντλώντας στοιχεία από ποικίλες έρευνες που αφορούν την αναπτυξιακή ψυχολογία, την παιδική ψυχική υγεία και τις επιστήμες του πόνου, οι ερευνητές λένε ότι μπορεί να είναι σημαντικό να επικυρώνεται ο πόνος των παιδιών, αποδεικνύοντας ότι οι εμπειρίες, τα συναισθήματα ή οι συμπεριφορές τους που σχετίζονται με τον πόνο είναι αποδεκτές, κατανοητές και νόμιμες.
Επικυρώνοντας τον πόνο ενός παιδιού, το παιδί αισθάνεται ότι ακούγεται και πιστεύεται, γεγονός που ενισχύει την εμπιστοσύνη και τη σύνδεσή του με τον γονέα του ή με τον θεράποντα γιατρό.
Η ερευνήτρια της UniSA Dr Sarah Wallwork λέει ότι οι κοινωνικές σχέσεις παίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση του τρόπου με τον οποίο βιώνεται η υγεία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
«Όταν ένας γονέας ή γιατρός επικυρώνει τις εμπειρίες ενός παιδιού με τρόπο που να ταιριάζει με την εκφρασμένη ευαλωτότητά του, αυτό βοηθά το παιδί να νιώσει αποδεκτό, χτίζει τη σύνδεση και την εμπιστοσύνη και μπορεί να το βοηθήσει να αναπτύξει κρίσιμες δεξιότητες στη ρύθμιση των συναισθημάτων του», λέει η Δρ Wallwork.
«Για παράδειγμα, όταν ένας γιατρός είναι προσεκτικός και ανταποκρίνεται στις συναισθηματικές και συμπεριφορικές υποδείξεις ενός παιδιού, ιδίως σχετικά με την αναζήτηση βοήθειας, ο ιατρός λέει στο παιδί ότι ο πόνος του είναι πραγματικός και ταυτόχρονα ενισχύει χρήσιμες συμπεριφορές διαχείρισης του πόνου, όπως η προσέλευση στην κλινική», αναφέρε επίσης.
«Ωστόσο, αν αυτά τα στοιχεία δεν ληφθούν υπόψη ή αν ο γιατρός αμφισβητήσει την εγκυρότητα του πόνου τους, αυτό μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για το παιδί. Όχι μόνο μπορεί να επηρεάσει τη σχέση ιατρού-ασθενούς και την εμπιστοσύνη, αλλά μπορεί επίσης να επηρεάσει τη μελλοντική προσέλευση στα ραντεβού και την τήρηση ενός σχεδίου διαχείρισης του πόνου», τονίζει η ίδια.
Και συνεχίζει λέγοντας: «Ο πόνος και το συναίσθημα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, με τη δυσλειτουργία του συναισθήματος να συνυπάρχει συνήθως με τον χρόνιο πόνο. Επικυρώνοντας τις εμπειρίες των παιδιών σχετικά με τον πόνο, είναι πιθανό να διατηρούν λιγότερες αρνητικά προκατειλημμένες αναμνήσεις για τον πόνο και να είναι σε καλύτερη θέση να αναζητήσουν βοήθεια στο μέλλον, όταν στη συνέχεια τη χρειαστούν».
Στην Αυστραλία, 1 στα 4 παιδιά βιώνει χρόνιο πόνο. Το οικονομικό βάρος του χρόνιου πόνου στην Αυστραλία υπερβαίνει τα 139 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως μέσω της μειωμένης ποιότητας ζωής και των απωλειών παραγωγικότητας. Η Δρ Wallwork λέει ότι η προετοιμασία των παιδιών για την επιτυχία πρέπει να καλύπτει όλες τις πτυχές της ζωής, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης του πόνου.
«Η έρευνά μας αναδεικνύει ένα υποτιμημένο στοιχείο της θεραπείας του πόνου σε παιδιά και νέους, ιδίως για τα παιδιά μειονοτικών ομάδων, τα οποία συστηματικά υποθεραπεύονται για τον πόνο», λέει Η Δρ Wallwork.
Στη συνέχεια, η ίδια τονίζει: «Τα άτομα με χρόνιο πόνο αναφέρουν συχνά ότι οι εμπειρίες τους σχετικά με τον πόνο αντιμετωπίζονται με δυσπιστία ή απόρριψη. Αυτό μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της κακής ψυχικής υγείας και της μειωμένης ποιότητας ζωής. Τέλος, η Δρ Wallwork καταλήγει λέγοντας: «Δεδομένης της σημαντικής επιβάρυνσης του χρόνιου πόνου και της σαφούς διασταύρωσης με την αυξανόμενη κρίση ψυχικής υγείας των παιδιών, είναι σημαντικό να διαχειριζόμαστε καλύτερα τον πόνο νωρίτερα, αντί να περιμένουμε μέχρι να είναι πολύ αργά».