Μια νέα μελέτη που διερευνά την προέλευση του παιχνιδιού προσποίησης δείχνει ότι τα βρέφη εκτελούν πρότυπα αλληλεπίδρασης με στοιχεία προσποίησης πολύ νωρίτερα από ό,τι πιστεύαμε.
Το προσποιητό παιχνίδι θεωρείται συχνά αναπτυξιακό ορόσημο, καθώς συνδέεται με τη ρύθμιση των συναισθημάτων, τις γλωσσικές δεξιότητες, τη γνωστική λογική και την επίλυση προβλημάτων. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι ένα παιδί αρχίζει να συμμετέχει σε δραστηριότητες προσποίησης όταν έχει αναπτύξει την ικανότητα να αναγνωρίζει ότι το κάνει και, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μελέτες επικεντρώνονται σε βρέφη που είναι κάπως λεκτικά.
Ωστόσο, μια νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ και του Πανεπιστημίου Lund της Σουηδίας, έδειξε συνδέσεις μεταξύ της προσποίησης και των πρώιμων παιγνιώδών αλληλεπιδράσεων ενός παιδιού, όπως το καραγκιοζιλίκι και το πείραγμα.
Η Ίρις Νομικού, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ, δήλωσε: “Συχνά βλέπουμε τα παιδιά να χρησιμοποιούν σκηνικά που αντιπροσωπεύουν κάτι άλλο, όπως ένα ραβδί ως σπαθί ή ένα μπολ ως καπέλο. Αλλά πριν γίνουν σκηνοθέτες φανταστικών κόσμων, ξεκινούν από μικρά, όντας ηθοποιοί και παίζοντας κάτι αντισυμβατικό.
“Αυτό μπορεί να είναι να τραβούν αστείες εκφράσεις προσώπου, να κάνουν αφύσικους θορύβους, ακόμα και να υποκρίνονται τα νήπια – σαν να πρόκειται να κάνουν κάτι ενώ δεν πρόκειται – για να τραβήξουν την προσοχή ενός γονέα, ενός φροντιστή ή ενός φίλου”, τόνισε στη συνέχεια η ίδια.
Το προσποιητό παιχνίδι ορίζεται συνήθως ως μια δραστηριότητα με συμβολικό χαρακτήρα, στην οποία ένα σημαίνον (π.χ. μια μπανάνα) χρησιμοποιείται για να αναπαραστήσει τη σημασία ενός σημαινόμενου (π.χ. ένα τηλέφωνο). Όμως η εργασία, που δημοσιεύεται στο Journal of Applied Psycholinguistics, αναφέρει ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ποιότητα, την εμφάνιση και την αναπτυξιακή του πορεία σε διαφορετικά πλαίσια και πολιτισμούς.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η προσποίηση θα πρέπει να πάψει να ορίζεται ως τελικό προϊόν της γνωστικής ανάπτυξης και, αντίθετα, ως διαπροσωπικό. Η προέλευσή της μπορεί τότε να μεταφερθεί πολύ νωρίτερα στη βρεφική ηλικία απ’ ό,τι αρχικά θεωρούνταν δυνατό.
Η Valentina Fantasia, από το Τμήμα Φιλοσοφίας και Γνωστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Lund, πρόσθεσε: “Υπάρχουν παρατηρησιακά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα παιδί ηλικίας μόλις οκτώ μηνών προσποιείται ότι δίνει ένα αντικείμενο σε κάποιον, και στη συνέχεια το αποσύρει μόλις εκείνος το απλώσει”.
“Οι περισσότεροι γονείς και φροντιστές έχουν βιώσει τέτοιου είδους αλληλεπιδράσεις, αλλά ακόμα δεν έχει αφιερωθεί μεγάλη προσοχή στη διερεύνηση του ευρύτερου αναπτυξιακού τους αντίκτυπου ή της συνέχειας που υπάρχει με το παιχνίδι προσποίησης”, πρόσθεσε.
Και συμπλήρωσε: “Αυτό που έχουν περισσότερο κοινό αυτές οι προηγούμενες και οι μεταγενέστερες μορφές δράσεων, είναι ότι αποτελούν χώρους στους οποίους τα βρέφη και τα παιδιά μπορούν να κατασκευάσουν και να εξερευνήσουν διαφορετικά είδη πραγματικότητας με σημαντικούς άλλους”.
Η μελέτη συνιστά περαιτέρω παρατήρηση της πρώιμης μορφής προσποίησης για να δούμε πώς μπορεί να ενθαρρυνθεί το παιχνίδι προσποίησης από μικρότερη ηλικία. Αν δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στο ρόλο των πρώιμων αλληλεπιδράσεων μεταξύ φροντιστών και νηπίων, από τους γονείς που διαβάζουν ένα βιβλίο με τη φωνή ενός χαρακτήρα μέχρι το παιχνίδι “κρυφτό”, αυτό επιτρέπει στο παιδί να “παίξει το ρόλο του” από την πρώτη μέρα της ζωής του.